κοσμητικός

κοσμητικός
-ή, -ό (ΑM κοσμητικός, -ή, όν)
1. κατάλληλος για στολισμό, διακοσμητικός
2. το θηλ. ως ουσ. η κοσμητική
η τέχνη τής περιποίησης και τού εξωραϊσμού τού ανθρώπινου σώματος, που διαφέρει από τον στολισμό κατά τον οποίο προστίθενται στο ανθρώπινο σώμα διάφορα κινητά αντικείμενα
3. το ουδ. ως ουσ. το κοσμητικό(ν)
καλλυντικό μέσο υγιεινής περιποίησης και καλλωπισμού τού δέρματος
νεοελλ.
1. το θηλ. ως ουσ. η παρασκευή και η εφαρμογή διαφόρων χημικών σκευασμάτων για την περιποίηση και τον καλλωπισμό τού σώματος και ειδικότερα τής επιδερμίδας
2. φρ. «κοσμητικό επίθετο» ή, απλώς, «κοσμητικό» — επίθετο που εξαίρει ιδιότητα ή ποιότητα ουσιαστικού
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) Τὰ κοσμητικά
τίτλος έργου τού Κρίτωνος.
επίρρ...
κοσμητικώς και -ά (Α κοσμητικῶς)
με κοσμητικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμῶ. Η λ., στον τ. κοσμητική, θηλ. τού επιθ. ως ουσιαστικό, με σημ. «σύνολο καλλυντικών» είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. cosmetic].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κοσμητικός — skilled in ordering masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσμητικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που χρησιμεύει για διακόσμηση, διακοσμητικός. 2. (γραμμ.), «κοσμητικό επίθετο», το επίθετο που εξαίρει την ιδιότητα ή την ποιότητα του ουσιαστικού. 3. το ουδ. κοσμητικό ως ουσ., σκεύασμα που συντελεί στον καλλωπισμό του… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοσμητικά — κοσμητικός skilled in ordering neut nom/voc/acc pl κοσμητικά̱ , κοσμητικός skilled in ordering fem nom/voc/acc dual κοσμητικά̱ , κοσμητικός skilled in ordering fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσμητικῶν — κοσμητικός skilled in ordering fem gen pl κοσμητικός skilled in ordering masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσμητικόν — κοσμητικός skilled in ordering masc acc sg κοσμητικός skilled in ordering neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσμητικαῖς — κοσμητικός skilled in ordering fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσμητικαί — κοσμητικός skilled in ordering fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσμητικοῖς — κοσμητικός skilled in ordering masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσμητικοῦ — κοσμητικός skilled in ordering masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσμητικῆς — κοσμητικός skilled in ordering fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”